And so they go and die the same way they live.
I speak of lives given to the light
of serene love, and while they flow
like streams, they keep that light inside
eternally inseparable, just as
the sky glints in rivers,
just as suns flow through the skies.
I speak of lives given to the light. . .
I speak of brief lives draping
a womans rubied lips, just as
votive offerings, silver hearts, are draped
on the icon-screen up front.
These lives on a womans beloved lips
are likewise humble and true.
I speak of brief lives draping. . .
No one mistrusts them.
Just as - quiet and dark
and foreign and sad - they follow
the footstep, the idea of a lithe woman
(and she isnt mistrusted), so they
will droop toward the earth, will fade quietly.
No one mistrusts them. . .
They moved uncertainly - faint
as stars at the hour of dawn -
through the thought of a passing woman
who, so she could keep going happily,
didnt notice the lives which fade slowly
like the soul of a morning lamp.
They moved uncertainly - faint. . .
Ζωές
Κ' έτσι πάνε και σβήνουνε όπως πάνε.
Λέω τις ζωές που δόθηκαν στο φως
αγάπης γαληνής, κ' ενώ κυλούν
σαν ποταμάκια, εντός τους το σφαλούν
αιώνια κι αξεχώριστα, καθώς
μες στα ποτάμια φέγγει ο ουρανός,
καθώς στους ουρανούς ήλιοι κυλούν.
Λέω τις ζωές που δόθηκαν στο φως
Λέω τις ζωούλες που 'ναι κρεμαστές
απ' τα ρουμπίνια χείλη γυναικός
ως κρέμονται στα εικονοστάσια εμπρός
τα τάματα, οι καρδιές ασημωτές,
κ' είναι όμοια ταπεινές, όμοια πιστές
στ' αγαπημένα χείλη γυναικός.
Λέω τις ζωούλες που 'ναι κρεμαστές
Που δεν τις υποψιάζεται κανείς,
έτσι όπως ακλουθάνε σιωπηλές
και σκότεινες και ξένες και θλιβές
το βήμα, την ιδέα μιάς λυγερής
(κι αυτή δεν υποψιάστη, που στη γης
θα γείρουνε, θα σβήσουν σιωπηλές.
Που δεν τις υποψιάζεται κανείς
Που διάβηκαν αμφίβολα, θαμπά
σαν άστρα κάποιας ώρας αυγινής,
από τη σκέψη μιάς περαστικής
που, για να τρέχει τόσο χαρωπά,
δεν είδε τις ζωές που σβηούν σιγά
σαν την ψυχή καντήλας αυγινής.
Που διάβηκαν αμφίβολα, θαμπά